κωλοπλάστης

κωλοπλάστης
κωλοπλάστης, ὁ (Α)
κατασκευαστής τεχνητών μελών που χρησίμευαν ως αναθηματικές προσφορές στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον «μέλος τού σώματος» + πλάστης (πλάσσω), πρβλ. κεραμο-πλάστης, χαλκο-πλάστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”